σκιαξάρης

σκιαξάρης
ο, θηλ. σκιαξάρα, τ. αρσ. πληθ. σκιαξάρηδες, τ. θηλ. πληθ. σκιαξάρες, Ν
1. αυτός που τού αρέσει να τρομάζει τους άλλους
2. (για πράγμα) αυτός που προκαλεί φόβο, τρόμο, κν. σκιάχτρο
3. στον πληθ. οι σκιαξάρηδες
(παλαιότερα) χαρακτηρισμός τών χωροφυλάκων που περιόδευαν στα χωριά για τη διώξη τών οφειλετών τού δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα τού σκιάζω (II) «φοβίζω» + κατάλ. -άρης (πρβλ. σκιαζ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”